Collection Γλωσσάρι

Χαρακίνη

Χημική φυτοορμόνη, γνωστή ως καρπίνη ή χαρακίνη ή PCPA, πλέον απαγορευμένη.

Χαρακοψάλιδo

Ειδικό ψαλίδι που χρησίμευε για το χαράκωμα του κορμού στα κλήματα της σταφίδας. Είχε κυκλικές λάμες που έκλειναν σφικτά στο κέντρο τους τον κορμό και με μια περιστροφική κίνηση τον χάραζαν γύρω-γύρω μέχρι το ξύλο.

Χαράκι/ χαράκωμα

Ιδιαίτερη τεχνική χαρακώματος – αφαίρεσης μέρους του κορμού του κλήματος, ώστε να σταματούν προσωρινά οι χυμοί και να μεγαλώνουν κατόπιν γρήγορα οι ρώγες της σταφίδας. Η επανασυγκόλληση της φλύδας έφερνε νέα ορμή στο κλήμα, ωθώντας τις ρώγες της σταφίδας να…

Φούσκισμα

Άλλη ονομασία για το λιπάρισμα με φουσκί (λίπασμα ζωικής προέλευσης).

Φουρκάδιασμα

Τοποθέτηση ξύλινου ή σιδερένιου ή καλαμωτού υποστηλώματος πολύ κοντά στο κλήμα που δένεται γύρω από αυτό.